- βύζαγμα
- και βύζασμα, το [βυζαίνω]1. θηλασμός, γαλουχία των νεογνών2. η απομύζηση, το ρούφηγμα3. η οικονομική απομύζηση κάποιου προσώπου, το να του παίρνουν διαρκώς χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βύζαγμα — βύζαγμα, το και βύζαμα, το και βύζασμα, το 1. οθηλασμός: Η μητέρα απολάμβανε το βύζαγμα του παιδιού της. 2. η απομύζηση, η εκμετάλλευση: Του κάνουν γερό βύζαγμα τα παιδιά του, παρόλο που ζουν μακριά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομύζηση — η 1. βυζαγμα, απορρόφηση 2. βαθμιαία αφαίρεση πόρων ή δυνάμεων, εκμετάλλευση, αφαίμαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομυζώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά] … Dictionary of Greek
γαλούχημα — το [γαλουχώ] 1. θηλασμός, βύζαγμα 2. το βρέφος το οποίο θηλάζει … Dictionary of Greek
εκμύζηση — η (AM ἐκμύζησις) βύζαγμα, πιπίλισμα νεοελλ. μτφ. απομύζηση … Dictionary of Greek
μύζηση — η (Α μύζησις) η ενέργεια τού μυζώ, απομύζηση, βύζαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύζω (ΙΙ) «ρουφώ, πιπιλίζω», με επίδραση τού ενεστ. μυζώ] … Dictionary of Greek
απομύζηση — η βύζαγμα: Με την απομύζηση του ιδρώτα των άλλων αυτός πλούτιζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυζί — το 1. ο μαστός του ανθρώπου και των θηλαστικών ζώων: Ήπιε πολύ γάλα από το βυζί της μάνας του. 2. ο θηλασμός, το βύζαγμα: Το μωρό γυρεύει συνέχεια βυζί. 3. μτφ., πηγή ωφελημάτων: Βρήκε βυζί και βυζαίνει. 4. μτφ., ό,τι μοιάζει με μαστό: Τα βυζιά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλούχημα — το 1.ο θηλασμός, το βύζαγμα. 2. το παιδί που θηλάζει: Χαίρεται με το γαλούχημά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλούχηση — η 1. ο θηλασμός, το βύζαγμα: Η μητέρα σταμάτησε τη γαλούχηση του μωρού μετά τον έκτο μήνα. 2. η ανατροφή, η παιδαγώγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήλασμα — το, ατος βύζαγμα: Σταμάτησε το θήλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)